- ελληνοπρεπής
- ης, ες свойственный, присущий, подобающий греку;
ελληνοπρεπής ανατροφή — греческое воспитание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελληνοπρεπής ανατροφή — греческое воспитание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελληνοπρεπής — ές αυτός που είναι σύμφωνος με τα ελληνικά ιδεώδη («ελληνοπρεπής αγωγή») … Dictionary of Greek
ελληνοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που αρμόζει σε Έλληνες, που είναι σύμφωνος με τις παραδόσεις και τα ιδανικά των Ελλήνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… … Dictionary of Greek
ελληνοπρέπεια — η συμπεριφορά που ταιριάζει σε Έλληνες, το να είναι κανείς ελληνοπρεπής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)